καλομάθητος

καλομάθητος
-η, -ο
1. καλομαθημένος*
2. αυτός που έχει μάθει κάτι τέλεια ή που μαθαίνει κάτι εύκολα
3. αυτός που μαθαίνεται εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλομάθητος — η, ο 1. οκαλομαθημένος. 2. που μαθαίνεται εύκολα και καλά, ή που μαθαίνει εύκολα και καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”